Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ (ΑΝΥΣΙΑ ΒΑΓΙΑΝΟΥ)



Η ΑΝΥΣΙΑ ΒΑΓΙΑΝΟΥ ήταν αδελφή του πατρός Πολυκάρπου και ηγουμένη στο Μοναστήρι του αγίου Στεφάνου, στο Βροντάδο της Χίου. Ο π. Πολύκαρπος Βαγιάνος, από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, ήταν σύμβουλος της Σκήτης του Αγίου Μάρκου και δεξί χέρι του ηγούμενου. Ανήψια και τα δύο αδέλφια του αείμνηστου γέροντα-Γαβριήλ, του αγίου εκείνου ανθρώπου, που είχε το προορατικό χάρισμα, όπως και ο γέροντας του ο Παρθένιος.

Η Ανυσία είχε περισσότερες από δέκα μοναχές στη συνοδεία της, την Παϊσία, την αηδονόλαλη ψάλτισσαν του μοναστηριού, την Καλλινίκη, την Θεοδοσία, την Ευφημία, την Παρθενία, την Μάρθα, και άλλες που μου διαφεύγουν τα ονόματά των. Ήταν όλες ευλαβέστατες Αδελφές και κρατούσαν το Μοναστήρι πεντακάθαρο.

Οι ακολουθίες και οι λειτουργίες ήταν κατανυκτικότατες. Κατέβαιναν από τον άγιον Μάρκον, εναλλάξ και εφημέρευαν, πότε ο παπα- Ιερεμίας, ένα σεβάσμιο γεροντάκι που από μικρός έγινε καλόγηρος μαζύ με τον πατέρα του, τον γερω-Φερούση τον Βολισιανό, και πότε ο παπα-Διονύσιος ο Κολόμβος ο Πυραμούσης, ο τελευταίος ηγούμενος του «αγιομαρκακιού».

Το τυπικό του Μοναστηριού ήταν αυστηρό. Ακολουθούσε το παλαιόν ημερολόγιον, όπως και τα περισσότερα Μοναστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Όλα πήγαιναν καλά και ωραία, έως ότου στη Χίο ήλθε ξένος Δεσπότης. Ξαφνικά ηγουμένη και καλογρηές βρέθηκαν πεταγμένες στους πέντε δρόμους. Σκορπίστηκαν και ξεσπιτώθηκαν για δεύτερη φορά – η πρώτη ήταν όταν τις έδιωξαν οι Τούρκοι το 1922 από τη Μ. Ασία.

Η Ανυσία μαζύ με την πιστή της υποτακτική Θεοδοσία, βρήκαν ένα καλυβάκι μέσα στο κάστρο της Χίου και εγκατεστάθηκαν. Η ψάλτισσα η Παϊσία, μαζύ με την Καλλινίκη, κάπου στα Λειβάδια, βρήκαν σπίτι που τις φιλοξένησε. Οι αδελφές Κανάρενες κατέληξαν στο Συνοικισμό του Βαρβασίου και οι άλλες σε άλλα μέρη, καταπικραμένες για τον άδικο διωγμό.

Μέσα στο μοναστήρι του αγίου Στεφάνου έμεναν δύο αδελφές. Αυτές εξ αρχής ακολουθούσαν το νέον ημερολόγιον, γι’ αυτό ο Δεσπότης τις υπεστήριξε. Πιστεύω να καταλάβατε πως το μεγάλο έγκλημα που έκαμαν οι Μοναχές και πετάχτηκαν στους πέντε δρόμους, ήταν που κλειδωμένες μέρα και νύχτα και αφωσιωμένες στον Θεόν, τον υμνούσαν με το … παλαιό ημερολόγιον… Μεγάλο το αμάρτημα. Φοβερό το παράπτωμα. Ασυγχώρητο το πταίσμα, και μάλιστα στον αιώνα του πολιτισμού.

Πάλι καλά που ο δυναμικός δεσπότης, ο «Μητροπολίτης των Ενόπλων Δυνάμεων», δεν τας εφυλάκισε, όπως τους πατέρες του αγίου Μάρκου. Κι ο άγιος Μάρκος, διά την ίδια αιτία, και από τον ίδιο Δεσπότη, ερήμαξε. Από 12 μοναχούς, σήμερα έχει μόνον έναν.

Ένα απόγευμα, εκεί στο βουνάκι που είναι η Οδός της Λάδης, αντάμωσα την γερόντισσα του αγίου Στεφάνου, την Ανυσία, γυρμένη από τα ογδόντα της χρόνια, στηριζόταν στο μπαστουνάκι της και με τρεμάμενα βήματα, πήγαινε προς το κάστρο. Γύριζε από το σπίτι που φιλοξενούσαν την άρρωστη αδελφή του μοναστηριού της.

-Γερόντισσα, η ευχή σας. Πως είμεθα; Καλά; Πως πηγαίνει το κουράγιο; Τι γίνεται η αδελφότης της Μονής σας;

-Δόξα τω Θεώ, πάτερ μου. Η ευχή σας. Όλα καλά. Δοξασμένο το όνομά Του. «Ως τω Κυρίω έδοξε, ουτω και εγένετο».

-Γερόντισσα, αγανακτείς; Πες μου την αλήθεια. Γογγύζεις κατά του δεσπότη;

-Άνθρωπος είμαι, παιδάκι μου. Ουδείς τέλειος, ουδείς αναμάρτητος, ούτε και ο Δεσπότης. Πίστευσέ με, το διωγμό το θεωρώ ως δώρο Θεού. Δεν σου λέγω, πόνεσα και πονώ το μοναστηράκι μας. Ύστερα από εικοσιδυό χρόνια κλειδωμένη μέσα, να βρεθώ ξαφνικά στους δρόμους. Πάλι καλά που δεν μας φυλάκισε όπως και τα καλογεράκια του αγίου Μάρκου. Αλλά, Θεός συγχωρέση τον. Θεός συχωρέση τον Δεσπότη μας που με το «αρβανίτικο» πείσμα του, διέλυσε τα μοναστήρια μας.

Εκείνη την ώρα άρχισε να φυσά αέρας και να σηκώνεται επάνω σκόνη.

-Λυπούμαι, πάτερ μου, συνέχισε η γερόντισσα Ανυσία, λυπούμαι μόνον που μερικά μοναστήρια υπέκυψαν, δεν άντεξαν στις πιέσεις, και μερικοί γεροντάδες γονάτισαν. Ο Θεός να συγχωρήση τον διώκτη μας. Όλοι μας, πάτερ, θα κλείσωμε μια μέρα τα μάτια και θα δόσωμε απολογία στον δίκαιο Θεό. Ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης.

Ο άνεμος δυνάμωσε. Το χώμα του σταυροδρομιού σηκώθηκε ψηλά, έγινε σύννεφο σκόνης. Η γερόντισσα χάθηκε μέσα στο σύννεφο. Συνέχισε το δρόμο της για το φρούριον, εκεί που το μικρό της καλυβάκι είχε μετατραπή σε μυστική κατακόμβη, και οι καλόγρηες του αγίου Στεφάνου περνούσαν τις ακολουθίες τους σύμφωνα με τας περαδόσεις της Αγίας Ορθοδοξίας μας.

Όταν γύρισα σπίτι, πήρα την πένα στο χέρι και έγραψα το παρακάτω ποίημα:

ΣΥΝΝΕΦΟ ΣΚΟΝΗΣ

Φυσά με λύσσα ο βορρηάς
Και δένδρα ξεριζώνει
Παίρνει σκεπές μοναστηριών
Σαν σύννεφο η σκόνη
Σηκώνεται πολύ ψηλά
Κι ο κόσμος σκοτεινιάζει.
Πέφτουν πολλοί σ΄απελπισιά,
Μαυρίλα τους σκεπάζει.
Τους βλέπω να υψώνονται
Και να στριφογυρίζουν
Σα το φτερό στον άνεμο
Πολλοί γι’ αυτούς δακρύζουν.
Ώ, αν γνώριζαν οι πτωχοί,
Το σύνεφφο, η σκόνη πως σύντομα
Θα σκορπισθή, ημέρα, να ζυγώνει.
Ο ήλιος θ’ αύγη λαμπερός
Πάλι για να φωτίση
Στον ουρανό, το σύννεφο
Της σκόνης θα διαλύση.
Οι Εκκλησιές μας θ’ ανοιχθούν
Τα δάκρυα μας θα παύσουν
Οι τύραννοι θα ντροπιασθούν
Πικρά έχουν να κλαύσουν.
Και όσοι παρασύρθηκαν
Και έκλιναν το γόνυ
Θα λέγουν: μας ετύφλωσε
Το σύννεφο, η σκόνη.

Πηγή: «Ιερές Αναμνήσεις από το περιβ’ολι της Παναγίας την Μυροβόλο Χίο και την Αμερικήν» Υπό του Σεβ.Μητροπολίτου Αστορίας κ.κ. Πέτρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου