Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ἡ Ἱστορικότης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (ΙΙΙ)



ὑπό
Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton

ΙΙΙ. Δευτέρα Ἐπιστολή τοῦ Ποντίου Πιλάτου
καί Ἐπιστολή τοῦ Πουμπλίου Λεντούλου
πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον

Α΄. Πρόλογος

            Ὡς προανεφέρθη, ὑφίστανται τρία χειρόγραφα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἱστορικότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ἕτερα τοιαῦτα, μέ μαρτυρίας τῆς περιόδου ταύτης, ἡ ὁποία ἤλλαξε τήν ἀνθρωπίνην Ἱστορίαν καί τήν ὁποίαν ἡμεῖς ὡς Χριστιανοί γιγνώσκομεν ἀπό τήν Ἁγίαν Γραφήν καί ἀπό τούς Ἁγίους ἡμῶν Πατέρας. Ἀλλά, «διά τήν κατανόησιν τῶν Γραφῶν χρειάζεται βίος καθαρός».[1] Τό παρόν τρίτον χειρόγραφον ἀποτελεῖται ἀπό δύο καί πάλιν ἐπιστολάς: (1) ἡ Δευτέρα Ἐπιστολή τοῦ Ποντίου Πιλάτου πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον καί (2) ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ρωμαίου Ἐπάρχου τῆς Ἰουδαίας, Πουπλίου Λεντούλου πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον. Εἰς τήν ἐπιστολήν ταύτην ἀναφέρεται καί ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ Παναγία Μητέρα ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν. Ὑπάρχουν καί ἄλλα χειρόγραφα (ἐκ τριῶν ἄλλων ἐπιστολῶν), τά ὁποῖα ἴσως ἀκολουθήσουν εἰς τό μέλλον, εἰς προσεχεῖς δημοσιεύσεις. Λέγεται ὅτι αἱ ἐπιστολαί αὗται ηὑρέθησαν κατά τό ἔτος 1945,[2] ἀλλά δι’ ἡμᾶς ἡ ἀξία των ἔγκειται εἰς τήν ἱστορικότητα τοῦ πλέον ἱστορικοῦ προσώπου, τό Ὁποῖον διῂρεσε τόν ἱστορικόν χρόνον εἰς «πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν».[3]

Β΄. Δευτέρα Ἐπιστολή τοῦ Ποντίου Πιλάτου πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον

            «Πόντιος Πιλάτος, ὁ τήν Ἀνατολικήν ἐπαρχίαν διοικῶν μαζί μέ τόν δυνατόν, φοβερόν καί μέγα αὐτοκράτορα Τιβέριον Καίσαρα,[4] δεσπότην μου καί βασιλέα μου,

ΧΑΙΡΕΙΝ!

            Εἰς τήν τελευταίαν ἐπιστολήν, τήν ὁποίαν σοῦ ἔστειλα, σοῦ ἐγνώρισα ὡρισμένα περί τοῦ Ἰησοῦ, εἰς τόν ὁποῖον οἱ Ἰουδαῖοι ἐπέβαλλαν φρικτήν τιμωρίαν καθώς καί τό Συνέδριον καί ὁ Ἰουδαϊκός λαός, παρά τό γεγονός, πού ἤμουν ἀντίθετος. Πιστεύω, πώς δέν θά ὑπάρξῃ ἄλλος ἄνθρωπος σάν καί αὐτόν, τόσον δίκαιος καί καλός.

            Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ ἄρχοντες, οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί ὁ ὑποκινημένος λαός ἔλαβαν τήν ἀπόφασιν τῆς σταυρώσεως, τοῦ δικαίου αὐτοῦ, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ σοφοί τοῦ λαοῦ καί τοῦ Συνεδρίου, μᾶς ἐνουθέτησαν διά τό κακόν καί ἄδικον τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς. Μετά τήν σταύρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἔγιναν πράγματα φοβερά καί ἡ Γῆ παρ’ ὀλίγον νά κατεστρέφετο. Οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ ἔζησαν καί ἀκολούθησαν τά διδάγματά Του ἀφοῦ δέν ἐπρόδωσαν τόν διδάσκαλόν τους μέ τήν ὅλην συμπεριφοράν τους. Ἀντιθέτως, μέ τά ἔργα τους καί τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός τοῦ Ἰησοῦ, πράττουν καλά εἰς τούς ἀνθρώπους.

            Μέ τήν σκέψιν ὅτι, φοβούμενος μήπως ὑποκινηθεῖ ἐξέγερσις εἰς τόν Ἰουδαϊκόν λαόν, παρέδωσα εἰς τήν σταύρωσιν τόν ἀθῷον αὐτόν, δέν μπορῶ νά καταλάβω τό μέγεθος τῆς πράξεώς μου.

            Καί εἶναι λάθος μου, πού χωρίς νά δώσω ὅλες τίς δυνάμεις μου πρός ἀντιμετώπισιν τῆς καταστάσεως, εἶχα τό ἄσχημο ἀποτέλεσμα τοῦ ἀδίκως βασανισμένου, ἀπό τήν κακίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτοῦ τοῦ ἀθῲου. Οἱ Γραφές τους, πάντως, ὁμιλοῦν καί λέγουν πώς ἡ καταστροφή τους θά ἔλθῃ ἀπό τά γεγονότα αὐτά. Μέ πόνον ἀποστέλλω τήν ἐπιστολήν αὐτήν, σέ ἐσένα ὦ κράτιστε καί μέγιστε Βασιλεῦ.»

Γ΄. Ἐπιστολή τοῦ Πουμπλίου Λεντούλου πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον

            «Ὁ Πούμπλιος Λέντουλος,[5] τήν Ἀνατολικήν ἐπαρχίαν διοικῶν μέ τόν δυνατόν, φοβερόν καί μέγαν αὐτοκράτορα Τιβέριο-Καίσαρα,[6] δεσπότην μου καί βασιλέα μου,

ΧΑΙΡΕΙΝ!

            Μοῦ ἐζήτησες, ὦ κράτηστε καί δίκαιε βασιλεῦ, νά σοῦ περιγράψω τόν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος κάνει θαύματα καί φοβερά ἔργα, τά ὁποῖα συζητοῦν ὅλοι μεταξύ τους, οἱ ὑπήκοοί σου τῆς Ἐπαρχίας μου.

            Ὁ ἄνδρας αὐτός, πού ὀνομάζεται Ἰησοῦς, ἔχει μέτριον ἀνάστημα πρός τό ὑψηλόν, ἔχει ὄμορφα χαρακτηριστικά καί τόν διακρίνει ἡ μεγαλοπρέπεια. Ὅσοι τόν βλέπουν ἀμέσως τόν συμπαθοῦν, τόν ἀγαποῦν καί τόν φοβοῦνται. Τό χρῶμα τῶν μαλλιῶν του εἶναι καστανό καί τό μῆκος φθάνει, ἀφοῦ σκεπάζει ὄμορφα τά αὐτιά του, καί συνεχίζει ἕως τίς ὠμοπλάτες του. Τά μαλλιά του χωρίζονται στήν μέση, ἀπό πάνω, ὅπως τό σχῆμα τῶν Ναζωραίων.

            Ἤρεμο καί λάμπον εἶναι τό μέτωπόν του καί τό πρόσωπόν του δέν ἔχει ρυτίδες ἤ σημάδια. Ἡ μύτη του καί τά χείλη του εἶναι καλοσχηματισμένα, τά δέ γένιά του εἶναι πυκνά καί εἶναι ὅπως τό χρῶμα τῶν μαλλιῶν του, δηλαδή καστανά, ἀλλά τό μῆκος δέν εἶναι μακρύ, χωρίζεται δέ καί τό γένι του στήν μέση.

            Ἡ ματιά του δεικνύει σοβαρότητα καί φόβο σέ μερικούς, λόγῳ τῆς μεγαλοπρεπείας τοῦ ἀνδρός, καί ἡ ματιά του ἔχει τήν δύναμη ἡλιακῶν ἀκτίνων. Κανείς δέν μπορεῖ νά τόν κοιτάξῃ εἰς τά μάτια διά πολλήν ὥραν. Ὅταν μαλώνει ὡρισμένους καί τούς νουθετεῖ, τούς φοβίζει. Μετά, ὅμως, κλαίει. Ἀξιαγάπητος εἶναι πολύ καί χαίρεται μέ σοβαρότητα. Κάποιοι, ὦ κράτιστε, λέγουν πώς δέν τόν εἶδαν νά γελᾷ, μά τόν εἶδαν νά κλαίῃ.

            Τά χέρια του εἶναι ἁρμονικῶς σχηματισμένα καί τό παράστημά του εἶναι τό καλύτερο τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι γλυκός καί ὄμορφος ὅπως ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὀμορφότερη γυναῖκα, πού ὑπῆρξε στά μέρη μου καθώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν.[7]

            Δέν φορά ὑποδήματα καί στήν κεφαλήν του ποτέ δέν φορά κάλυμμα ἤ ὅτι ἄλλο γιά νά τήν σκεπάζῃ. Ὡρισμένοι ὅταν τόν ἀντικρίζουν, γελοῦν. Ὅταν ἔρχονται ἐμπρός του, ὅμως, τρέμουν καί ἀρχίζουν νά τόν θαυμάζουν. Ὅλοι πάντως, συμφωνοῦν πώς, ποτέ δέν φάνηκε ἄνθρωπος, σάν τόν Ἰησοῦν, εἰς τά μέρη αὐτά.

            Γράφω τήν ἡμερομηνίαν εἰς τήν ἐπιστολήν καί τήν ἀποστέλλω εἰς ἐσένα, ὦ κράτιστε καί δίκαιε βασιλεῦ.

            Ἱεροσόλυμα, Ἰνδικτιῶνος 7, Σελήνης 11.
            Τῆς σῆς Μεγαλειότητος πιστότατος,
            Πούμπλιος Λέντουλος.»

Δ΄. Ἱστορική Ἀλήθεια: Ἐπίλογος

            Αὕτη ἐστίν ἡ Ἱστορικότης τοῦ μεγαλυτέρου Ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστορίας, ὡς ἀναφέρεται εἰς πλεῖστα χειρόγραφα ἐπιστολῶν.[8] Πρῶτον γεγονός εἶναι ἡ Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, δεύτερον τοιοῦτον εἶναι τό ὑπό τοῦ Θεοῦ σχέδιον σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τρίτον γεγονός θά εἶναι ἡ αἰώνιος ἀνταμοιβή τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου. Φοβερόν τό τρίτον γεγονός, λόγῳ τῆς ἡμετέρας ἀγνωμοσύνης τῶν δύο προηγουμένων γεγονότων, τά ὁποῖα δηλώνουν τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρός τήν δημιουργίαν Του. Ἐάν κύριε ἀμφισβητοῦντα ψευδο-ἱστορικέ καί «ἐπαΐοντα» παντός ἐπιστητοῦ ἀγνοεῖς τοῦτα τά Ἱστορικά γεγονότα, τί Ἱστορίαν διδάσκεις;[9] Ἡ γνῶσις τῶν ἀνθρώπων καί δή τῶν νέων, θά πρέπει νά εἶναι πολύπλευρος, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν πνευματικήν (σωτήριον) γνῶσιν, κατόπιν τήν ἐπαγγελματικήν (τήν πρός διαβίωσίν των) τοιαύτην καί τέλος τήν καθημερινήν (πρακτικήν) γνῶσιν πρός συνεχῆ βελτίωσίν των, ὥστε νά φθάσωμεν ὡς ὡλοκληρωμένοι πλέον ἄνθρωποι, θείᾳ Χάριτι, εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἡ κοσμική καί ἀνωφελής γνῶσις[10] τῆς πεπτοκυίας ἐποχῆς μας, μόνον καταστροφήν, σκότος καί ἀπώλειαν ἀπεργάζεται διά τόν πνευματικά πτωχόν ἄνθρωπον τοῦ 21ου αἰῶνος. Ἀλλ’ ἡμεῖς γιγνώσκομεν ὅτι, «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τής ζωῆς.»[11]  Εὔχομαι νά φθάσωμεν ἅπαντες εἰς τήν ποθητήν θείαν σοφίαν, τό ἀληθινόν φῶς τῆς ἀπολύτου γνώσεως.

            Τέλος, ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί κατέστημεν διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ἔχομεν τιμηθῆ διά τῆς υἱοδεσίας, «διότι ὅσοι ἔλαβον αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ».[12] Εἰς τοῦς ἐσχάτους χρόνους, τούς ὁποίους καί διάγομεν, ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος, θά δυναμώσῃ τήν δολιότητα καί τήν κακίαν του πρός τούς ἀνθρώπους εἰς μέγιστον βαθμόν, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει μόνον εἰς τό ἰδικόν του βασίλειον τοῦ σκότους, ὥστε νά ἐξαφανίσῃ τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν ἀπό τήν γῆν πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Χρειαζόμεθα, συνεπῶς, ζηλωτάς ἐργάτας εἰς τόν ἀμπελῶνα τοῦ Χριστοῦ καί οὐχί ἀθέους ἱστορικούς διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν. Καθ’ ὅτι κινδυνεύομεν ὡς Ἔθνος προσκολληθέν εἰς τάς τῶν δυτικῶν πλάνας, τήν ἀποστασίαν καί ἐσχάτως εἰς τήν παναίρεσιν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, νά ἀπολέσωμεν τήν υἱοθεσίαν. «Πλήν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»[13] Ἀλλ’ ἡ βοήθεια ἡμῶν ἔγκειται καί εἰς τήν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου, τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, ἡ ὁποία προστατεύει τό Ἔθνος τῶν Ἑλληνορθοδόξων καθ’ ὅλην τήν μακραίωνα ἱστορικήν πορείαν του.



[1] Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός.
[2] Ὅρα, Ἠλία Σωτηρίου, Τά Ἀπόκρυφα Χειρόγραφα τῆς Νεκρῆς Θάλασσας: Οἱ Μεγάλες Ἀλήθειες, Ἐκδόσεις Δ. Δ. Λιακόπουλος, Θεσσαλινίκη 2003, σσ. 244-248. Ἡ μετάφρασις εἶναι ἀπό τό Λατινικόν κείμενον εἰς τήν Ἑλληνικήν καί διά τοῦτο δέν εἶναι αὕτη πολύ καλή.
[3] B.C. (π.Χ.) is an abbreviation for “Before Christ. A.D. (μ.Χ.) is an abbreviation for “Αnno Domini,” which is Latin for “in the year of our Lord.”. B.C. and A.D. are commonly used to count years in time. Jesus Christ’s birth is used as a starting point to count years that existed before (B.C.) and after (A.D.) He was born. There is no zero” year in this system; the year Christ was born is 1 A.D., and the year preceding it is 1 B.C.
[4] Tiberius (Tiberius Julius Caesar Augustus, 16 November 42 B.C. – 16 March 37 A.D.) was the second Roman Emperor. He ruled from 14 to 37 A.D. He was the step-son of Caesar Augustus. See, Robinson Jr., C.A. (May 1964). "Introduction". Selections from Greek and Roman historians. Holt, Rinehart and Winston. pp. xxix.
[5] Ὅρα, Ἠλία Σωτηρίου, Τά Ἀπόκρυφα Χειρόγραφα τῆς Νεκρῆς Θάλασσας: Οἱ Μεγάλες Ἀλήθειες, Ἐκδόσεις Δ. Δ. Λιακόπουλος, Θεσσαλινίκη 2003, σσ. 246-248. ἐπιστολή αὕτη ὑπάρει καί εἰς τό ἔργον τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Ἁθῆναι, 1892.
[6] Tiberius Caesar: When Augustus died in 14 A.D., he was succeeded by his son Tiberius. Luke tells us that John the Baptist began preaching during the fifteenth year of the reign of Tiberius Caesar (in 26/27 A.D.) (see Luke 3:1-2). Herod Antipas (who imprisoned and beheaded John the Baptist in 28 A.D. for criticizing his marriage (see Mark 6:14-28) named his new capital Tiberias in honor of Tiberius (see Map 7). Tiberius was followed in 37 A.D. by his great-nephew Gaius, called Caligula because of the little boots he wore as a child. Caligula was popular at first, but after an illness upset his mental stability, he embarked on a reign of terror.
[7] Δέν νομίζω νά ὑπάρχῃ παραμικρά ἀμφιβολία εἰς οἱονδήποτε ἄνθρωπον, ὅτι ὀμορφότερη γυναῖκα ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶναι Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν, Ὑπεραγία Θεοτόκος!
[8] Εἶναι γεγονός ὅτι ὑφίσταται διχογνωμία καί ἐρωτηματικά ἀπό ὡρισμένους διά τάς ἐπιστολάς ταύτας, ἀλλἡμεῖς συγκρίνοντες τά γραφόμενά των μέ τήν Ἱεράν ἡμῶν Παράδοσιν, τάς Ἁγίας Γραφάς καί τάς παρακαταθήκας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἀνακαλύπτομεν πάρα πολλά κοινά σημεῖα, τά ὁποῖα  καί μᾶς δίδουν μίαν  ἄλλην, ἀλλἄκρως ἱκανοποιητικήν διάστασιν. Μία ἄλλη ἀναφορά γίνεται εἰς τά «Χρονικά» (Annals 15.44) τοῦ Ρωμαίου ἱστορικοῦ Cornelius Tacitus (Κορνήλιου Τάκιτου; 56-120 μ.Χ.): «...τό ὄνομά τους (τῶν Χριστιανῶν) προέκυψεν ἀπό τόν Χριστόν, ὁποῖος ἐπί βασιλείας Τιβερίου, θανατώθηκε μέ καταδικαστική ἀπόφασιν τοῦ Ἐπάρχου Ποντίου Πιλάτου». Ὅρα, “Tacitus on Christ”, https://en.wikipedia.org/wiki/Tacitus_on_Christ . Ἅπαντες οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ (οἱ ὀπαδοί τοῦ ἀντιχρίστου) γράφουν μέ πάθος καί μέγα μῖσος συνεχῶς κατά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τῶν Χριστιανῶν καί κατά τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας, εἰς ὅλα τά ἔντυπα καί τά μέσα μαζικῆς τυφλώσεως, τά ὁποῖα ἐλέγχουν πλήρως τά τελευταῖα πεντήκοντα ἔτη. Τούς ἀναμένει, ὅμως, ἡ Ἀλήθεια καί εὐχόμεθα, ἐν μετανοίᾳ καί ταπεινώσει, νά τήν ἀνακαλύψουν, πρίν εἶναι πολύ ἀργά, ὥστε νά μή παραμείνουν ἄφρονες.  «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ˙ οὐκ ἔστι Θεός.» (Ψαλμ. 13, 1).
[9] «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία καί οὐ σοφία φαίνεται.» (Πλάτων).
[10]  «Χωρίς Χριστό, κάθε παιδεία εἶναι ματαιοπονία.» (Ἅγιος Ἰωάννης Κοστάνδης).
[11] Ἰωάν. η΄ 12.
[12] Ἰωάν. α΄ 12.
[13] Λουκ. ιη΄ 8.

 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ , ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου